Η κυρία Φιφή ήταν κοντή και στρουμπουλή... σαν λουκουμάς χωρίς το μέλι... βαθύτατα βλαχάρα και αμόρφωτη η καημένη... για το βλαχάρα δεν έφταιγε απόλυτα, για το αμόρφωτη έβαλε κι αυτή το χεράκι της... βλέπεις δεν κατάφερε να τελειώσει το σχολείο... τα έμπλεξε με τον Αμερικάνο, πριν ακόμα αυτός γίνει Αμερικάνος, απο το λύκειο... παντρευτήκανε και ξενητευτήκανε να καζαντήσουν... το περίεργο είναι οτι παρόλο που μαζί έφυγαν για τη γη της επαγγελίας, η ίδια δεν απέκτησε ποτέ το παρατσούκλι "η Αμερικάνα"... παρέμεινε "του Αμερικάνου"... Πήγανε λοιπόν στα ξένα πολύ πριν εγώ τη γνωρίσω... εγώ τους έμαθα, όλη την οικογένεια, απ'όταν επέστρεψαν και μετά... δεν πολυκαταλάβαινα τότε γιατί κάποιος να φύγει απο την άχρωμη, κάκοσμη και βαρετή, μικρή πόλη που μεγάλωνα, να πάει στην άλλη άκρη του κόσμου και να γυρίσει πίσω κι ούτε τώρα το καταλαβαίνω... νόστο το λένε ποιητικά... προσωπικά από τότε που έφυγα, και μάλιστα για αρκετά μακριά όπως το έφερε η τύχη, δεν σκέφτηκα ποτέ να γυρίσω εκεί... άλλοι καιροί... άλλοι άνθρωποι...
Η κυρία Φιφή όμως επέστρεψε... όχι μόνη της... έφερε την οικογένεια, αμερικάνικους καναπέδες που τους κρατούσε στα πλαστικά για να μη φθαρούν, ήταν και τα παιδιά μικρά, ένα ψυγείο απο αυτά που έτρεχε και νερό παγωμένο απο την πόρτα του απέξω (εγώ τέτοιο πράγμα δεν είχα ξαναματαδεί... μέχρι και και πάγο έβγαζε!) ένα πιάνο που κανείς δεν έμαθε ποτέ να παίζει στο σπιτικό τους (αλλά βλέπεις όλες οι καλές οικογένεις ένα πιάνο πρέπει να το έχουν) και πολλά λεφτά!!! Νέα λεφτά!!! Νεόπλουτοι!!! Με έμφαση στο "νέο" και όχι στον "πλούτο"... οι κακές γλώσσες έλεγαν ότι οι μπίζνες που τους απόφεραν τα λεφτά ήταν μάλλον ύποπτες... άλλοι έλεγαν καθαρά και ξάστερα ότι είχαν μπουρδέλα στην αλλοδαπήν... στην Αλάσκα!!.. αποδοτικότατη επιχείρηση... οι ίδιοι έλεγαν πως είχαν εστιατόριο... τώρα θα μου πείς, ο μέσος Έλλην μετανάστης εστιατόριο έχει στην ξενητειά, βλέπεις το φαί το ξέρουμε πολύ καλά, φτιάχνεις ένα "μουζάκας" και χαίρονται οι βάρβαροι... προσωπικά δεν ξέρω, δεν έμαθα ποτέ ούτε για τις μπίζνες τους, ούτε να φτιάχνω μουσακά...
Γυρίσαν λοιπόν στην μικρή μας πόλη με το καζάντι τους... το πρώτο πράγμα που έκαναν ήταν να χτίσουν μια βίλλα! Όχι σπίτι, όχι, μη χειρότερα!! Καλέ αφού είχαν λεφτά... σπίτια χτίζουν οι πτωχοί... Η κυρία Φιφή ήθελε βίλλα!! Είχε και οικόπεδο προικόο... σε εξέχουσα θέση στην πόλη μας!!! Δίπλα απο τις γραμμές του τρένου και φάτσα κάρτα στο νεκροταφείο!! Δεν θέλω γελάκια... το εννοω, η θέση ήταν εξέχουσα! Διότι η μικρή μας πόλη έχει μόνο μια γραμμή τρένου και μόνο τρία νεκροταφεία!! Δηλαδή το οικόπεδο ήταν πλησίον σημαντικών και σπανίων οροσήμων της κωμοπόλεως!! Βέβαια πιά τρένο δεν περνάει απο τις γραμμές... παλιά όμως, την εποχή της ανέγερσης της βίλλας, περνούσε! Το νεκροταφείο παραμένει το ίδιο... εγώ πάλι πάντα ένιωθα μια απέχθεια για την γειτνίαση με τους πεθαμένους... όχι οτι θα το αποφύγουμε όλοι μας αλλά να, μη γειτονέψουμε πριν να είναι απολύτως αναγκαίο... ρωτούσα λοιπόν τη μάνα μου γιατί, που να πάρει ευχή, χτίσανε εκεί, μου έλεγε η μάνα μου, εκεί παιδί μου είχανε το προικόο... και μου έμεινε να μη τα χωνεύω τα προικόα διότι μου φαινόταν πως σε υποχρεώνουν να χτίζεις τη ζωή σου δίπλα στους πεθαμένους και δε μπορείς να κάνεις κι αλλιώς... Τεσπά, ξέφυγα... Βάλανε λοιπόν μπροστά και τη χτίσανε τη βίλλα, είχανε και αρχιτέκτονα (άλλος Αμερικάνος αυτός...)!!! Τώρα, πώς τα κατάφερε επιστήμων μηχανικός άνθρωπος και την έβγαλε σα στραβοφτιαγμένο μελομακάρονο τη βίλλα, εγώ ποτέ δεν το κατάλαβα... είχε μια πόρτα απο δώ, ένα μπαλκόνι απο κει, ένα κλιμακοστάσιο λίγο παραπέρα σα καμπαναριό σε εκκλησιά, είχε και φεγγίτες, είχε και κεραμίδια... σουλούπι καθορισμένο δεν είχε!!! Σα να μη μπορούσαν να αποφασίσουν πώς διάολο το θέλουν το σπίτι (συγγνώμην... τη βίλλα ήθελα να πω...) και κατέληξε να είναι λίγο από τη γνώμη όλων... η κυρία Φιφή όμως... έ, δε πιανόταν πια!!!
Διότι τα λεφτά δεν κρύβονται... και δεν κρύβονται διότι αυτοί που τα έχουν δεν θέλουν να τα κρύψουν!! Εκτός αν είναι πολιτικά πρόσωπα... τότε θέλουν (να τα κρύψουν) και τις πιο πολλές φορές το καταφέρνουν κιόλας... Η κυρία Φιφή δεν ήθελε να το κρύψει το νέο της το χρήμα... τη συναντούσες, πες, στο δρόμο, γεια σου, τί κανέις και τα λοιπά, ωραίο το μπλουζάκι σου Φιφή μου και σου απαντούσε "στου Δημόπουλου το πήρα, 12 χιλιάδες" (χιλιάδες κοστίζαν τότε τα μπλουζάκια... πρό νομισματικής ενώσεως...) κι έμενες κάγκελο εσύ διότι πρώτον δεν ρώτησες, δεύτερον ποσώς σε ενδιαφέρει πόσο το χρέωσε το μπλουζάκι ο Δημόπουλος και τρίτον... δεν σου άρεσε καν το μπλουζάκι, έτσι τό είπες διότι δεν είχες τί άλλο να πεις!!!
Όχι, δεν ήθελε να τα κρύβει τα λεφτά της η κυρία Φιφή... ήρθανε μια φορά στο σπίτι μας, οικογενειακώς, για το ρεβεγιόν... Τρεις μέρες μαγείρευε η μάνα μου για τους μουσαφιρέους!!! Το τί είχε φτιάξει δε λέγεται!! Τί ορεκτικά, τί κύρια, τί σαλάτες, τί γλυκά... χώρια που και όλοι όσοι μας τίμησαν, φέραν και το κατιτίς τους... είναι δα γνωστό οτι μετά από τραπεζώματα του είδους, σου μένουν φαγητά και γλυκά να τρώει η οικογένεια του νοικοκύρη για μια βδομάδα... μέχρι που να σιχαθείς το παστίτσιο και το κρέας με τις πατάτες στο φούρνο και τα μπουρεκάκια... αν είναι ποτέ δυνατόν να σιχαθεί κανείς αυτά τα πράγματα!
Η κυρία Φιφή μας έφερε πουτίγκα!! Σε μεγάλο στρογγυλό κουτί που ήθελε και ψυγείο... η πουτίγκα, όχι το κουτί... και πάθαμε και έναν πανικό διότι αυτό που είχαμε ήταν τίγκα στο φαγώσιμο και δεν προλαβαίναμε να πάμε να αγοράσουμε, βραδιάτικα και χρονιάρα μέρα, καινούριο στου Κωτσόβολου!!! Και δεν είχε και Κωτσόβολο τότε στα πέριξ!! Με τα πολλά, διότι η κυρία Φιφή μας ενημέρωσε τουλάχιστον εφτά φορές οτι πουτίγκα περιείχε το κουτί και ήθελε ψυγείο, το χώσαμε στον πάγο και απέφυγε και η μάνα μου το εγκεφαλικό... Πόσο έκανε η πουτίγκα που μας έφερε δε μας είπε... αλλά το έβλεπες οτι την έτρωγε... μάλλον ήλπιζε οτι η σπανιότητα του γλυκού, συνδυασμένη με το εξωτικό του όνομα, θα ήταν αρκετή απόδειξη της υψηλής τιμής του... χώρια το κουτί του ζαχαροπλαστείου που ήταν απο τα πιο ακριβά της περιοχής!
Στα καρφιά φαινόταν να κάθεται η κυρία Φιφή όση ώρα απολαμβάναμε τα απεριτίφ και μετά τα ορεκτικά και μετά τα κύρια που είχε ετοιμάσει η κυρία του σπιτιού... τώρα που το σκέφτομαι, μπορεί και να την ενοχλούσαν τα κομπλιμέντα των καλεσμένων για τις μαγειρικές ικανότητες της μάνας μου, χώρια απο το μυστικό της τιμής της πουτίγκας... ή μπορεί και να την πίγκωνε το σπίτι μας, μια και ήταν μαθημένη να μένει σε βίλλα... τριάρι ήταν το διαμέρισμα μας και με καλεσμένους είμασταν λίγο ο ένας απά στον άλλον... δεν ξέρω... πάντως είχε μια ανησυχία, αυτό το θυμάμαι... Και έσωσε και μετά από όλο το φαγοπότι, άλλαξε κι ο χρόνος, σβήσαμε και τα φώτα από το γενικό (αυτό το ανέλαβε ο πατέρας μου... ήταν η αρμοδιότητα του... για τα υπόλοιπα φρόντιζε η γυνή...), είπαμε και χρόνια πολλά και του χρόνου και φιληθήκαμε όλοι με όλους και μετά, επιτέλους, είπε η μάνα μου να φέρει "γλυκάκι"... Έλαμψε ολόκληρη η κυρία Φιφή του Αμερικάνου!!! "Την πουτίγκα να φέρεις!!" αναφώνησε περιχαρής να την ακούσουν όλοι και δε μπορούσε να κρύψει την ευτυχία της!!! Η μάνα μου κόντεψε να κρεπάρει απο τη φούρκα της... "ακούς εκεί, λες και εμείς στο σπίτι μας δεν έχουμε γλυκά, μας έφερε εκεί μια παλιοπουτίγκα και κάτι έγινε..." εγώ πάλι είχα σκάσει να μάθω τί είναι η πουτίγκα που δεν είχα ξαναφάει! Ήρθε λοιπόν το μυθικό γλυκό στο τραπέζι και περιμένοντας ευγενικά (διότι ήμουν και παιδί με εξαιρετική ανατροφή... τώρα έχω γίνει μια άξεστη που λέει αυτό ότι περνάει απο το κεφάλι της...) τελικά έχωσα το πηρούνι μου σε ένα κομμάτι πουτίγκα... μπλιάχ!!!! Χάλια ήταν!!! Ένα κέικ της κακιάς ώρας, μισοξεραμένο, και μια κρέμα άνευ προσωπικότητας, ήταν σαντιγύ, ήταν άνθος αραβοσίτου, ήταν μαρέγκα;;;... κανείς δεν ξέρει... αυτό που ξέρω εγώ είναι οτι καθόλου μα καθόλου δε μου άρεσε η πουτίγκα... και το χειρότερο είναι οτι το δικό μου το κομμάτι ήταν το μοναδικό που αποχωρίστηκε απο το γλυκό... για να μείνει αφάγωτο στο πιατάκι... που το έσπρωξα διακριτικά προς τη μεριά της θειάς μου, ελπίζοντας οτι θα το καταβροχθήσει κι αυτό όπως και ό,τι περνούσε από μπροστά της... ε, αυτό πρέπει να ήταν το μόνο πράγμα που η παμφάγα η θειά μου αρνήθηκε να μασαμπουκιάσει!!! Τέτοια χάλια η πουτίγκα της κυρίας Φιφής!! Που, είμαι βέβαιη, όταν γύρισαν στη βίλλα, δεν μπορούσε να χωνέψει πώς όλοι αυτοί οι χωριάτες δεν τίμησαν το γλυκό της... και μόνο αυτή ήξερε πόσο το είχε πληρώσει!